ἐναντίβιος

ἐναντίβιος
ἐναντῐ-βῐος, ον,
A set against, hostile,

αἰθυίαις οὔποτ' ἐναντίβιος AP10.8

(Arch., Herm. for οὔποτε ἀντιβίας): elsewh. neut. as Adv., face to face, against, μαχέσασθαι, πολεμίζειν, 11.8.168, 10.451, etc.;

ἐλθεῖν 20.130

;

στῆναι 21.266

: c.gen.,

Ἀχιλῆος ἐ. πολεμίξειν 20.85

.--Only poet.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εναντίβιος — ἐναντίβιος, ον (Α) 1. εχθρικός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐναντίβιον εναντίον, εχθρικά («ἵππους τε στρέψαι καὶ ἐναντίβιον μαχέσασθαι», Ομήρ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐναντίβιος — set against masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντίβιον — ἐναντίβιος set against masc/fem acc sg ἐναντίβιος set against neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντίβια — ἐναντίβιος set against neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βία — Θεότητα της μυθολογίας που προσωποποιεί τη δύναμη και την επιβολή. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, ήταν κόρη του Τιτάνα Πάλλαντα και της Ωκεανίδας Στύγας. Η B., μαζί με τη μητέρα της και τα αδέλφια της (Κράτος, Ζήλος και Νίκη), βοήθησε τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”